αναπαυστήριος

αναπαυστήριος
ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον (Α)
βλ. αναπαυτήριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναπαυστήριον — ἀναπαυστήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαυτήριον — ἀναπαυστήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυστήριος of neut nom/voc/acc sg ἀναπαυτήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυτήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπαυστήριοι — ἀναπαυστήριος of masc/fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαυστηρίοις — ἀναπαυστήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαυστήριοι — ἀναπαυστήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”